↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τζάκων οἱ τζάκωνες
      γενική τοῦ τζάκωνος τῶν τζακώνων
      δοτική τῷ τζάκων τοῖς τζάκωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τζάκων τοὺς τζάκωνᾰς
     κλητική ! τζάκων τζάκωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τζάκωνε
γεν-δοτ τοῖν  τζακώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τζάκων < διάκονες[1] < αρχαία ελληνική διάκονοι, πληθυντικός αριθμός του διάκονος[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζάκων αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) σωματοφύλακας, στρατιώτης
    ※  14/15ος αιώνας, Ψευδο-Γεώργιος Κωδινός Κουροπαλάτης, Περί τῶν ὀφφικιαλίων τοῦ Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν ὀφφικίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, 180, 11–14 (Επιμ. Bekker, Codinini Curopalatae, De officialibus, Βόννη, 1839, σελ.37
    Εἶτα εὑρίσκονται οἱ ὀνομαζόμενοι σωματοφύλακες τζάκωνες, φέροντες καὶ οὗτοι ἀπελατίκια.
  2. καστροφύλακας
    ※  14/15ος αιώνας, Ψευδο-Γεώργιος Κωδινός Κουροπαλάτης, Περί τῶν ὀφφικιαλίων τοῦ Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν ὀφφικίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, 187, 19–22 (Επιμ. Bekker, Codinini Curopalatae, De officialibus, Βόννη, 1839, σελ.42
    στρατοπεδάρχης τῶν τζακώνων ἐπιμελεῖται τῶν εἰς τὰ κάστρα εὑρισκομένων φυλάξεων, οἵτινες τζάκωνες ὀνομάζονται.

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης προτιμά την γραφή με –ο– τόσο για το «τζάκονες» όσο και για το «Τσάκονες»: «Η ετυμολογική προέλευση (…) παραμένει αμφισβητούμενη, όπως εξηγήθηκε παραπάνω. Εντούτοις, τόσο η πιθανό­τερη ερμηνεία (< μεσν. διάκονες) όσο και η τακτική της απλογράφησης που ακολουθούμε, όταν παραδίδονται διαφορετικές γραφές, θα καθιστούσαν καταλληλότερη τη γραφή με –ο–.»[1]
  1. 1,0 1,1 1,2 τσακονικός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.