*φυλακέω
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία
επεξεργασία- *φυλακέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυλακέω, μόνο σε σύνθετα. Μορφολογικά αναλύεται σε φύλαξ, φυλακ- + -έω / -ῶ
Ρήμα
επεξεργασία*φυλακέω
- αμάρτυρος τύπος του φυλακίζω που απαντά μόνο στη μετοχή θηλυκού γένους φυλακήσασαν (αιτιατική ενικού), πιθανόν λανθασμένη γραφή του φυλακίσασα [1]
- άλλες μορφές: επίσης *φυλακόω, τύπος του φυλακώνω, απαντά μόνο στη μετοχή πεφυλακωμένοι[2]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αρχαία σύνθετα -φυλακέω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλακέω στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με -φυλακέω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φύλαξ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φυλακέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ Επίσης, φυλακόω - LBG