prizonulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prizonulo | prizonuloj |
αιτιατική | prizonulon | prizonulojn |
prizonulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prizonulo | prizonuloj |
αιτιατική | prizonulon | prizonulojn |
prizonulo (eo)