prisoner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prisoner | prisoners |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαprisoner (en)
- ο κρατούμενος, ο φυλακισμένος, άτομο που κρατείται στη φυλακή ως τιμωρία ή ενώ περιμένει τη δίκη
- ⮡ They let all the political prisoners go.
- Άφησαν όλους τους πολιτικούς κρατουμένους.
- ⮡ They let all the political prisoners go.
- ο αιχμάλωτος, ένα άτομο που έχει αιχμαλωτιστεί, για παράδειγμα από έναν εχθρό, και κρατείται κάπου
- ⮡ a prisoner of war - αιχμάλωτος πολέμου