φρούρησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρούρησις
- λέξη της καθαρεύουσας για τη φρούρηση
Συγγενικά επεξεργασία
- μετοχές του φρουρῶ
- φρουρούμενος, φρουρουμένη, φρουρούμενον
- φρουρηθείς, φρουρηθεῖσα, φρουρηθέν
- φρουρῶν, φρουροῦσα, φρουροῦν