Κάστρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.stɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κά‐στρο
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κάστρο | τα | Κάστρα |
γενική | του | Κάστρου | των | Κάστρων |
αιτιατική | το | Κάστρο | τα | Κάστρα |
κλητική | Κάστρο | Κάστρα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κάστρο < Κάστρον (καθαρεύουσα, παλαιότερη ονομασία) < κάστρο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚάστρο ουδέτερο
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- ※ Τό Γιάννη τό Νυφιώτη καί τόν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς, τούς ἔκλεισε τό χιόνι ἀπάν' στό Κάστρο (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Κάστρο < (άμεσο δάνειο) ισπανική Castro
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚάστρο αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Φιντέλ Κάστρο στη Βικιπαίδεια (1926-2016), Κουβανός επαναστάτης