Δείτε επίσης: καστρί, Καστρί, κάστρο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.stɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κά‐στρο

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κάστρο τα Κάστρα
      γενική του Κάστρου των Κάστρων
    αιτιατική το Κάστρο τα Κάστρα
     κλητική Κάστρο Κάστρα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κάστρο < Κάστρον (καθαρεύουσα, παλαιότερη ονομασία) < κάστρο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κάστρο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Κάστρο < (άμεσο δάνειο) ισπανική Castro

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κάστρο αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία