Δείτε επίσης: καστριώτισσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καστριώτισσα οι Καστριώτισσες
      γενική της Καστριώτισσας των Καστριωτισσών
    αιτιατική την Καστριώτισσα τις Καστριώτισσες
     κλητική Καστριώτισσα Καστριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καστριώτισσα < Καστριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.stɾiˈo.ti.sa/ & /kaˈstɾi̯o.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐στρι‐ώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καστριώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καστριώτης
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καστριώτης