Καστριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καστριώτισσα < Καστριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.stɾiˈo.ti.sa/ & /kaˈstɾi̯o.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐στρι‐ώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαστριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καστριώτης
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Συγγενικά
επεξεργασία- καστριώτικος
- → και δείτε τις λέξεις Κάστρο και Καστρί
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καστριώτης
Καστριώτισσα
|
τοπωνύμιο