Κάστρον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Κάστρον | τὰ | Κάστρα | ||||
γενική | τοῦ | Κάστρου | τῶν | Κάστρων | ||||
δοτική | τῷ | Κάστρῳ | τοῖς | Κάστροις | ||||
αιτιατική | τὸ | Κάστρον | τὰ | Κάστρα | ||||
κλητική ὦ! | Κάστρον | Κάστρα | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κάστρον < → δείτε τη λέξη Κάστρο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.stɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κά‐στρον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚάστρον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- → δείτε τη λέξη Κάστρο