zamek
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|---|
ονομαστική | zamek | zamki | |
γενική | zamku | zamków | |
δοτική | zamkowi | zamkom | |
αιτιατική | zamek | zamki | |
οργανική | zamkiem | zamkami | |
τοπική | zamku | zamkach | |
κλητική | zamku | zamki | |
η γενική του ενικού παίρνει και τη μορφή zamka, αλλά σπάνια χρησιμοποιείται για την έννοια κάστρο |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ο όρος με την έννοια του κάστρου (κατασκευή που κλείνει το δρόμο, την είσοδο) εμφανίστηκε τον 14ο μΧ. αιώνα και αντικατέστησε, ήδη υπάρχοντες, λατινογενείς όρους
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαzamek (pl) αρσενικό