ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Νικόπολῐς αἱ Νικοπόλεις
      γενική τῆς Νικοπόλεως τῶν Νικοπόλεων
      δοτική τῇ Νικοπόλει ταῖς Νικοπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Νικόπολῐν τὰς Νικοπόλεις
     κλητική ! Νικόπολῐ Νικοπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Νικοπόλει
γεν-δοτ τοῖν  Νικοπολέοιν
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Νικόπολις < αρχαία ελληνική νίκ(η) + -ό- + -πολις

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νικόπολις θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία