Νικόπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Νικόπολῐς | αἱ | Νικοπόλεις | ||||
γενική | τῆς | Νικοπόλεως | τῶν | Νικοπόλεων | ||||
δοτική | τῇ | Νικοπόλει | ταῖς | Νικοπόλεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | Νικόπολῐν | τὰς | Νικοπόλεις | ||||
κλητική ὦ! | Νικόπολῐ | Νικοπόλεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Νικοπόλει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Νικοπολέοιν | ||||||
Συνήθως στον ενικό. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Νικόπολις < αρχαία ελληνική νίκ(η) + -ό- + -πολις
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝικόπολις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ονομασία πολλών ελληνικών πόλεων , Νικόπολη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Νικόπολη στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Νικόπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.