Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτόλις < ομηρική ποιητική λέξη αντί πόλις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτόλις θηλυκό, γενική πτόλιος

Συνώνυμα επεξεργασία