Δείτε επίσης: Μήτρο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μητρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητρο-, γενική μητρ-ός του ουσιαστικού μήτηρ + ένθημα -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

μητρο-

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μητρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητρο-, γενική μητρ-ός του ουσιαστικού μήτηρ + ένθημα -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

μητρο-, μητρό-, (μητρ- πριν από φωνήεντα)

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μητρο- < θέμα μητρ- (γενική μητρ-ός του ουσιαστικού μήτηρ) + ένθημα -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

μητρο-, μητρό-, (μητρ- πριν από φωνήεντα)

Σύνθετα επεξεργασία