Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μητραλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μητραλγί
α
οι
μητραλγί
ες
γενική
της
μητραλγί
ας
των
μητραλγι
ών
αιτιατική
τη
μητραλγί
α
τις
μητραλγί
ες
κλητική
μητραλγί
α
μητραλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μητραλγία
<
μητρ(α)
+
-αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μητραλγία
θηλυκό
(
ιατρική
) πόνος στη
μήτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μητραλγία