↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητριαρχία οι μητριαρχίες
      γενική της μητριαρχίας των μητριαρχιών
    αιτιατική τη μητριαρχία τις μητριαρχίες
     κλητική μητριαρχία μητριαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μητριαρχία < μήτηρ + -ι- + -αρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική matriarcat)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.tɾi.aɾ.çi.aˈ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μητριαρχία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία