• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μητριαρχία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Αντώνυμα
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητριαρχία οι μητριαρχίες
      γενική της μητριαρχίας των μητριαρχιών
    αιτιατική τη μητριαρχία τις μητριαρχίες
     κλητική μητριαρχία μητριαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μητριαρχία < μήτηρ + -ι- + -αρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική matriarcat)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.tɾi.aɾ.çi.aˈ/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μητριαρχία θηλυκό

  • (κοινωνιολογία) κοινωνικό σύστημα στο οποίο η μητέρα ή γενικότερα η γυναίκα κυριαρχούν στην οικογένεια και την κοινωνία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • μητριαρχικός

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • πατριαρχία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μητριαρχία
  • αγγλικά : matriarchy (en)
  • γαλλικά : matriarcat (fr)
  • πολωνικά : matriarchat (pl)
  • σλοβακικά : matriarchát (sk)
  • τσεχικά : matriarchát (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μητριαρχία&oldid=5626605"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Νοεμβρίου 2022, στις 02:04

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    • Türkçe
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Νοεμβρίου 2022, στις 02:04.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας