Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μητριαρχικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μητριαρχικ
ός
η
μητριαρχικ
ή
το
μητριαρχικ
ό
γενική
του
μητριαρχικ
ού
της
μητριαρχικ
ής
του
μητριαρχικ
ού
αιτιατική
τον
μητριαρχικ
ό
τη
μητριαρχικ
ή
το
μητριαρχικ
ό
κλητική
μητριαρχικ
έ
μητριαρχικ
ή
μητριαρχικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μητριαρχικ
οί
οι
μητριαρχικ
ές
τα
μητριαρχικ
ά
γενική
των
μητριαρχικ
ών
των
μητριαρχικ
ών
των
μητριαρχικ
ών
αιτιατική
τους
μητριαρχικ
ούς
τις
μητριαρχικ
ές
τα
μητριαρχικ
ά
κλητική
μητριαρχικ
οί
μητριαρχικ
ές
μητριαρχικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μητριαρχικός
<
μητριαρχία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
μητριαρχικός, -ή, -ό
που αναφέρεται στη
μητριαρχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μητριαρχικός
αγγλικά
:
matriarchal
(en)
γαλλικά
:
matriarcal
(fr)