matriarcal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | matriarcal | matriarcaux |
θηλυκό | matriarcale | matriarcales |
Επίθετο
επεξεργασίαmatriarcal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | matriarcal | matriarcaux |
θηλυκό | matriarcale | matriarcales |
matriarcal (fr)