Ετυμολογία

επεξεργασία

μητριαρχικά < μητριαρχικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

μητριαρχικά

  1. με καθεστώς μητριαρχίας
    το μυθικό κράτος των Αμαζόνων κυβερνιόταν μητριαρχικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μητριαρχικά