μητριαρχικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμητριαρχικά < μητριαρχικός
Επίρρημα
επεξεργασίαμητριαρχικά
- με καθεστώς μητριαρχίας
- το μυθικό κράτος των Αμαζόνων κυβερνιόταν μητριαρχικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μητριαρχικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμητριαρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μητριαρχικό