-ι-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ι- σε αρχαία συνθετικά (όπως γαστρι-, ἀλεξι-) που ενυπάρχουν σε αρχαίες λέξεις που χρησιμοποιούνται και στα νέα ελληνικά ή σε επιστημονικούς όρους που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά
Ένθημα
επεξεργασία-ι- και -ί-
- αρχαίο συνδετικό ή συνθετικό φωνήεν που υπάρχει μόνον σε αρχαία ή προερχόμενα από τα αρχαία ελληνικά πρώτα συνθετικά
- γαστρι-, κλεψι-, κρυψι-
- όπως στα γαστρι-μαργία, αψί-χολος
Σημειώσεις
επεξεργασία- Δεν είναι ένθημα το θεματικό -ι- θηλυκών ουσιαστικών με κατάληξη -σις από τα αρχαία ελληνικά ή την καθαρεύουσα εν συνθέσει. Π.χ.
- (καθαρεύουσα) διάθλασι(ς) + -μετρο > διαθλασίμετρο, → δείτε και τους όρους πτυχωσιγενής και γευσιγνώστης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ι- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ι-
Ένθημα
επεξεργασία-ι- και -ί-
- αρχαίο συνδετικό ή συνθετικό φωνήεν που υπάρχει μόνον σε αρχαία ή προερχόμενα από τα αρχαία ελληνικά πρώτα συνθετικά
- γαστρι-, κλεψι-, κρυψι-
- όπως στα κλεψιγαμία, γαστριμαργίζω, κλεψίγαμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ι- < → λείπει η ετυμολογία
Ένθημα
επεξεργασία-ι- και -ί-
- συνδετικό ή συνθετικό φωνήεν που παρεμβάλλεται μεταξύ των συνθετικών συστατικών σε σύνθετες λέξεις. Ακολουθεί ρηματικά συνοπτικά θέματα
- όπως λύω λυσ- + -ι- > λυσι- (όπως Λυσικράτης)
- ἀλέξω > ἀλεξι- > ἀλεξίκακος
- κλέπτω > κλεψι-
- κρύπτω > κρυψι-