↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γευσιγνώστης οι γευσιγνώστες
      γενική του γευσιγνώστη των γευσιγνωστών
    αιτιατική τον γευσιγνώστη τους γευσιγνώστες
     κλητική γευσιγνώστη γευσιγνώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γευσιγνώστης < αρχαία ελληνική γεῦσι(ς) (γεύση) + -γνώστης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝef.siˈɣno.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γευ‐σι‐γνώ‐στης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γευσιγνώστης αρσενικό (θηλυκό γευσιγνώστρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γεύση και γνώση

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία