γευσιγνώστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γευσιγνώστης < αρχαία ελληνική γεῦσι(ς) (γεύση) + -γνώστης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝef.siˈɣno.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γευ‐σι‐γνώ‐στης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγευσιγνώστης αρσενικό (θηλυκό γευσιγνώστρια)
- (γαστρονομία, επάγγελμα) ειδικός στην κριτική γεύσεων φαγητών και ιδίως κρασιών
- ≈ συνώνυμα: οινογνώστης (ειδικά για κρασιά)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις γεύση και γνώση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γευσιγνώστης
Πηγές
επεξεργασία- γευσιγνώστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γευσιγνώστης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)