Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γευσιγνωσία οι γευσιγνωσίες
      γενική της γευσιγνωσίας των γευσιγνωσιών
    αιτιατική τη γευσιγνωσία τις γευσιγνωσίες
     κλητική γευσιγνωσία γευσιγνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γευσιγνωσία < γεύση + -γνωσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γευσιγνωσία θηλυκό

  1. η διαδικασία αξιολόγησης μιας τροφής με σκοπό την εκτίμησή της σε επίπεδο οσμής, γεύσης, χρώματος και συνοχής
    Για την γευσιγνωσία του τσίπουρου χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις που χρησιμοποιούμε και στο κρασί, την όραση , την όσφρηση και την γεύση (Γευσιγνωσία στο τσίπουρο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία