οινογνώστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οινογνώστης < οινογνωσία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοινογνώστης αρσενικό
- αυτός που κατέχει ιδιαίτερες γνώσεις περί του οίνου.
Σημειώσεις
επεξεργασία- ο οινογνώστης διαφέρει του οινολόγου που μπορεί να παρεμβαίνει χημικά στη βελτίωση του οίνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία οινογνώστης
|