Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινογνωσία οι οινογνωσίες
      γενική της οινογνωσίας των οινογνωσιών
    αιτιατική την οινογνωσία τις οινογνωσίες
     κλητική οινογνωσία οινογνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σεμινάριο οινογνωσίας

  Ετυμολογία επεξεργασία

οινογνωσία < οινο- + -γνωσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οινογνωσία θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία