Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Σομελιέ που σερβίρει κρασί

  Ετυμολογία επεξεργασία

σομελιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική sommelier

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σομελιέ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία