↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γαστρονόμος οι γαστρονόμοι
      γενική του/της γαστρονόμου των γαστρονόμων
    αιτιατική τον/τη γαστρονόμο τους/τις γαστρονόμους
     κλητική γαστρονόμε γαστρονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαστρονόμος < (αναδρομικός σχηματισμός) γαστρονομ(ία) + -ος.[1] Αναλύεται σε γαστρο- + -νόμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαστρονόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία