γαστρονόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαστρονόμος < (αναδρομικός σχηματισμός) γαστρονομ(ία) + -ος.[1] Αναλύεται σε γαστρο- + -νόμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαστρονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με τη γαστρονομία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαστρονόμος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γαστρονόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας