Δείτε επίσης: γαστρί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαστρι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαστρι- < γαστήρ, γαστρ-(ός) + συνδετικό ένθημα -ι- [1]

  Πρόθημα επεξεργασία

γαστρι- & γαστρί-

Σύνθετα επεξεργασία

Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «γαστρι-» (νέα ελληνικά)

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαστρι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαστρι- < γαστήρ, γαστρ-(ός) + συνδετικό ένθημα -ι-

  Πρόθημα επεξεργασία

γαστρι-

Σύνθετα επεξεργασία

Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «γαστρι-» (μεσαιωνικά ελληνικά)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαστρι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαστρι- < γαστήρ, γαστρ-(ός) + συνδετικό ένθημα -ι- [1]

  Πρόθημα επεξεργασία

γαστρι- & γαστρί-

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία