↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μητροπολιτικός η μητροπολιτική το μητροπολιτικό
      γενική του μητροπολιτικού της μητροπολιτικής του μητροπολιτικού
    αιτιατική τον μητροπολιτικό τη μητροπολιτική το μητροπολιτικό
     κλητική μητροπολιτικέ μητροπολιτική μητροπολιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μητροπολιτικοί οι μητροπολιτικές τα μητροπολιτικά
      γενική των μητροπολιτικών των μητροπολιτικών των μητροπολιτικών
    αιτιατική τους μητροπολιτικούς τις μητροπολιτικές τα μητροπολιτικά
     κλητική μητροπολιτικοί μητροπολιτικές μητροπολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μητροπολιτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μητροπολιτικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.tɾo.po.li.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐τρο‐πο‐λι‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μητροπολιτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μητροπολιτικός μητροπολιτική τὸ μητροπολιτικόν
      γενική τοῦ μητροπολιτικοῦ τῆς μητροπολιτικῆς τοῦ μητροπολιτικοῦ
      δοτική τῷ μητροπολιτικ τῇ μητροπολιτικ τῷ μητροπολιτικ
    αιτιατική τὸν μητροπολιτικόν τὴν μητροπολιτικήν τὸ μητροπολιτικόν
     κλητική ! μητροπολιτικέ μητροπολιτική μητροπολιτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μητροπολιτικοί αἱ μητροπολιτικαί τὰ μητροπολιτικᾰ́
      γενική τῶν μητροπολιτικῶν τῶν μητροπολιτικῶν τῶν μητροπολιτικῶν
      δοτική τοῖς μητροπολιτικοῖς ταῖς μητροπολιτικαῖς τοῖς μητροπολιτικοῖς
    αιτιατική τοὺς μητροπολιτικούς τὰς μητροπολιτικᾱ́ς τὰ μητροπολιτικᾰ́
     κλητική ! μητροπολιτικοί μητροπολιτικαί μητροπολιτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μητροπολιτικώ τὼ μητροπολιτικᾱ́ τὼ μητροπολιτικώ
      γεν-δοτ τοῖν μητροπολιτικοῖν τοῖν μητροπολιτικαῖν τοῖν μητροπολιτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές