μητρο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μητρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητρο-, γενική μητρ-ός του ουσιαστικού μήτηρ + ένθημα -ο-
Πρόθημα
επεξεργασία
μητρο-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που σχετίζονται
- (μορφές μητρο-, μητρό-, μητρ- πριν από φωνήεντα & μητρι-) με τη λέξη μητέρα ή με κάποια μεταφορική χρήση της
- μητροκτόνος (ο φονιάς της μητέρας)
- μητρόπολη (η μητέρα πόλη σε σχέση με την αποικία)
- μητριαρχία
- (ανατομία, ιατρική, μορφές μητρο-, μητρ-) με τη λέξη μήτρα
- (μορφές μητρο-, μητρό-, μητρ- πριν από φωνήεντα & μητρι-) με τη λέξη μητέρα ή με κάποια μεταφορική χρήση της
Σύνθετα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μητρο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μητρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητρο-, γενική μητρ-ός του ουσιαστικού μήτηρ + ένθημα -ο-
Πρόθημα
επεξεργασία
μητρο-, μητρό-, (μητρ- πριν από φωνήεντα)
Σύνθετα
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
μητρο-, μητρό-, (μητρ- πριν από φωνήεντα)
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μητρο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μητρό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μητρ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις μητρ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts