Δείτε επίσης: ἐπισκοπή, επισκόπηση, Επισκοπή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκοπή οι επισκοπές
      γενική της επισκοπής των επισκοπών
    αιτιατική την επισκοπή τις επισκοπές
     κλητική επισκοπή επισκοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επισκοπή θηλυκό

  1. (θρησκεία) το αξίωμα ενός επισκόπου
     συνώνυμα: επισκοπεία
  2. (θρησκεία) η κατοικία ενός επισκόπου
     συνώνυμα: επισκοπείο, επισκοπικό
  3. (θρησκεία) η περιφέρεια στην οποία ασκεί του δοικητικό και ποιμενικό του έργο ένας επίσκοπος
     συνώνυμα: επισκοπάτο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία