Δείτε επίσης: επισκοπή, ἐπισκοπή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Επισκοπή οι Επισκοπές
      γενική της Επισκοπής των Επισκοπών
    αιτιατική την Επισκοπή τις Επισκοπές
     κλητική Επισκοπή Επισκοπές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Επισκοπή < επισκοπή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.skoˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐πι‐σκο‐πή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Επισκοπή θηλυκό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. πόλη της Αλβανίας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία