Δείτε επίσης: επισκοπιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Επισκοπιώτισσα οι Επισκοπιώτισσες
      γενική της Επισκοπιώτισσας των Επισκοπιωτισσών
    αιτιατική την Επισκοπιώτισσα τις Επισκοπιώτισσες
     κλητική Επισκοπιώτισσα Επισκοπιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Επισκοπιώτισσα < Επισκοπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.skoˈpço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐πι‐σκο‐πιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα Επεξεργασία

Επισκοπιώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Επισκοπιώτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας σε μοναστήρι στην Αρκαδία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Επισκοπιώτης