Επισκοπιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Επισκοπιώτισσα < Επισκοπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.skoˈpço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐πι‐σκο‐πιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα Επεξεργασία
Επισκοπιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Επισκοπιώτης
- προσωνυμία της Παναγίας σε μοναστήρι στην Αρκαδία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Επισκοπή
Μεταφράσεις Επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Επισκοπιώτης
Επισκοπιώτισσα
|