Δείτε επίσης: ἐπισκοπικό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επισκοπικό τα επισκοπικά
      γενική του επισκοπικού των επισκοπικών
    αιτιατική το επισκοπικό τα επισκοπικά
     κλητική επισκοπικό επισκοπικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισκοπικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επισκοπικός < (ελληνιστική κοινήἐπισκοπικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επισκοπικό ουδέτερο

  1. η κατοικία ενός επισκόπου
    άλλες μορφές: επισκοπείο, επισκοπή
  2. ο θρόνος ενός επισκόπου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

επισκοπικό