πρωτοκαθεδρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτοκαθεδρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοκαθεδρία θηλυκό
- δικαίωμα (βάσει κριτηρίων) επί της πρώτης έδρας/θέσης κτλ.
- Η πρώτη θέση που κατέχει κάποιος σε έναν τομέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοκαθεδρία
|