leadership
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
leadership (en)
- (μη μετρήσιμο) η ηγεσία, ηγετικός, η κατάσταση ή τη θέση του ηγέτη
- ⮡ under the leadership of someone - υπό την ηγεσία του κάποιου
- ⮡ Hard work elevated him to a leadership position.
- Η σκληρή δουλειά τον ανέδειξε σε ηγετική θέση.
- (μη μετρήσιμο) ηγετικός, η ικανότητα να είναι ηγέτης ή τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας καλός ηγέτης
- ⮡ He has leadership qualities.
- Έχει ηγετικές ικανότητες.
- ⮡ He has leadership qualities.
Πηγές
επεξεργασία
- leadership - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 359. ISBN 9780194325684., λήμμα: ηγεσία, ηγετικός