Ετυμολογία

επεξεργασία
leadership < leader + -ship

Ουσιαστικό

επεξεργασία

leadership (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ηγεσία, ηγετικός, η κατάσταση ή τη θέση του ηγέτη
    παράδειγμα  under the leadership of someone - υπό την ηγεσία του κάποιου
    παράδειγμα  Hard work elevated him to a leadership position.
    Η σκληρή δουλειά τον ανέδειξε σε ηγετική θέση.
  2. (μη μετρήσιμο) ηγετικός, η ικανότητα να είναι ηγέτης ή τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας καλός ηγέτης
    παράδειγμα  He has leadership qualities.
    Έχει ηγετικές ικανότητες.