Ετυμολογία

επεξεργασία
sidejo < sid + -ej- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sidejo sidejoj
αιτιατική sidejon sidejojn

sidejo (eo)

  • η έδρα μιας επιχείρησης, σωματείου, κλπ.
la sidejo de la asocio, η έδρα του σωματείου/της ένωσης