sidejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sidejo | sidejoj |
αιτιατική | sidejon | sidejojn |
sidejo (eo)
- η έδρα μιας επιχείρησης, σωματείου, κλπ.
- la sidejo de la asocio, η έδρα του σωματείου/της ένωσης