εδραιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεδραιώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εδραιώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εδραιώνομαι | εδραιωνόμουν(α) | θα εδραιώνομαι | να εδραιώνομαι | ||
β' ενικ. | εδραιώνεσαι | εδραιωνόσουν(α) | θα εδραιώνεσαι | να εδραιώνεσαι | (εδραιώνου) | |
γ' ενικ. | εδραιώνεται | εδραιωνόταν(ε) | θα εδραιώνεται | να εδραιώνεται | ||
α' πληθ. | εδραιωνόμαστε | εδραιωνόμαστε εδραιωνόμασταν |
θα εδραιωνόμαστε | να εδραιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εδραιώνεστε | εδραιωνόσαστε εδραιωνόσασταν |
θα εδραιώνεστε | να εδραιώνεστε | (εδραιώνεστε) | |
γ' πληθ. | εδραιώνονται | εδραιώνονταν εδραιωνόντουσαν |
θα εδραιώνονται | να εδραιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εδραιώθηκα | θα εδραιωθώ | να εδραιωθώ | εδραιωθεί | ||
β' ενικ. | εδραιώθηκες | θα εδραιωθείς | να εδραιωθείς | εδραιώσου | ||
γ' ενικ. | εδραιώθηκε | θα εδραιωθεί | να εδραιωθεί | |||
α' πληθ. | εδραιωθήκαμε | θα εδραιωθούμε | να εδραιωθούμε | |||
β' πληθ. | εδραιωθήκατε | θα εδραιωθείτε | να εδραιωθείτε | εδραιωθείτε | ||
γ' πληθ. | εδραιώθηκαν εδραιωθήκαν(ε) |
θα εδραιωθούν(ε) | να εδραιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εδραιωθεί | είχα εδραιωθεί | θα έχω εδραιωθεί | να έχω εδραιωθεί | εδραιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εδραιωθεί | είχες εδραιωθεί | θα έχεις εδραιωθεί | να έχεις εδραιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εδραιωθεί | είχε εδραιωθεί | θα έχει εδραιωθεί | να έχει εδραιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εδραιωθεί | είχαμε εδραιωθεί | θα έχουμε εδραιωθεί | να έχουμε εδραιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εδραιωθεί | είχατε εδραιωθεί | θα έχετε εδραιωθεί | να έχετε εδραιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εδραιωθεί | είχαν εδραιωθεί | θα έχουν εδραιωθεί | να έχουν εδραιωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εδραιώνομαι
|