↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εδραίος η εδραία το εδραίο
      γενική του εδραίου της εδραίας του εδραίου
    αιτιατική τον εδραίο την εδραία το εδραίο
     κλητική εδραίε εδραία εδραίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εδραίοι οι εδραίες τα εδραία
      γενική των εδραίων των εδραίων των εδραίων
    αιτιατική τους εδραίους τις εδραίες τα εδραία
     κλητική εδραίοι εδραίες εδραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εδραίος < αρχαία ελληνική ἑδραῖος < ἕδρα

  Επίθετο

επεξεργασία

εδραίος, -α, -ο

  1. αυτός που είναι θεμελιωμένος, ο στερεός στο έδαφος που πατά,
  2. ο ακλόνητος από τις θέσεις του
  3. (ανατομία), (δυνητικά ευφημισμός) ο πρωκτικός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία