εδραίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εδραίος | η | εδραία | το | εδραίο |
γενική | του | εδραίου | της | εδραίας | του | εδραίου |
αιτιατική | τον | εδραίο | την | εδραία | το | εδραίο |
κλητική | εδραίε | εδραία | εδραίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εδραίοι | οι | εδραίες | τα | εδραία |
γενική | των | εδραίων | των | εδραίων | των | εδραίων |
αιτιατική | τους | εδραίους | τις | εδραίες | τα | εδραία |
κλητική | εδραίοι | εδραίες | εδραία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εδραίος < αρχαία ελληνική ἑδραῖος < ἕδρα
Επίθετο επεξεργασία
εδραίος, -α, -ο
- αυτός που είναι θεμελιωμένος, ο στερεός στο έδαφος που πατά,
- ο ακλόνητος από τις θέσεις του
- (ανατομία), (δυνητικά ευφημισμός) ο πρωκτικός
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εδραίος
|