↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εδρικός η εδρική το εδρικό
      γενική του εδρικού της εδρικής του εδρικού
    αιτιατική τον εδρικό την εδρική το εδρικό
     κλητική εδρικέ εδρική εδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εδρικοί οι εδρικές τα εδρικά
      γενική των εδρικών των εδρικών των εδρικών
    αιτιατική τους εδρικούς τις εδρικές τα εδρικά
     κλητική εδρικοί εδρικές εδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εδρικός < ελληνιστική κοινή ἑδρικός < αρχαία ελληνική ἕδρα

  Επίθετο

επεξεργασία

εδρικός, -ή, -ό

  1. (γενικότερα) που έχει σχέση με την έδρα ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ειδικότερα) που έχει σχέση με την έδρα / τον πρωκτό ή αναφέρεται σ’ αυτή
    → δείτε τη λέξη πρωκτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία