ολοεδρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολοεδρικός < ολο- + εδρικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική holohedral)
Επίθετο επεξεργασία
ολοεδρικός
- που παρουσιάζει ολοεδρία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολοεδρικός