See
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
See (de) αρσενικό (γενική: Sees , πληθυντικός: Seen)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
See (de) θηλυκό (γενική: See, πληθυντικός Seen)
- (γεωγραφία, μόνο στον ενικό) η θάλασσα, ο ωκεανός
- (ναυτικός όρος) ο κυματισμός, το φούσκωμα των υδάτων σε θάλασσα ή λίμνη· μεγάλο κύμα