Δείτε επίσης: see

  Προφορά

επεξεργασία
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

See (de) αρσενικό (γενική: Sees , πληθυντικός: Seen)

  1. (γεωγραφία) η λίμνη
  2. τμήμα της ονομασίας πολλών λιμνών (στα γερμανικά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

See (de) θηλυκό (γενική: See, πληθυντικός Seen)

  1. (γεωγραφία, μόνο στον ενικό) η θάλασσα, ο ωκεανός
  2. (ναυτικός όρος) ο κυματισμός, το φούσκωμα των υδάτων σε θάλασσα ή λίμνη· μεγάλο κύμα

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
See < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

See αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
See < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

See αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
See < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

See αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [3]