See
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
See (de) αρσενικό (γενική: Sees , πληθυντικός: Seen)
Ουσιαστικό επεξεργασία
See (de) θηλυκό (γενική: See, πληθυντικός Seen)
- (γεωγραφία, μόνο στον ενικό) η θάλασσα, ο ωκεανός
- (ναυτικός όρος) ο κυματισμός, το φούσκωμα των υδάτων σε θάλασσα ή λίμνη· μεγάλο κύμα
Συγγενικά επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- See < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
See αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- See < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
See αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- See < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
See αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [3]