at sight
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
at sight (en)
- επί τη εμφανίσει
- ↪ At sight of the holy icon, the faithful knelt.
- Επί τη εμφανίσει της ιερής εικόνας, οι πιστοί γονάτισαν
- ↪ At sight of the holy icon, the faithful knelt.