αετοράχη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αετοράχη | οι | αετοράχες |
γενική | της | αετοράχης | — | |
αιτιατική | την | αετοράχη | τις | αετοράχες |
κλητική | αετοράχη | αετοράχες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.toˈɾa.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐το‐ρά‐χη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααετοράχη θηλυκό
- απόκρημνη πλαγιά βουνού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αετοράχη
|
Πηγές
επεξεργασία- αετοράχη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας