Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας earn
γ΄ ενικό ενεστώτα earns
αόριστος earned
παθητική μετοχή earned
ενεργητική μετοχή earning

  Ρήμα επεξεργασία

earn (en)

  Πηγές επεξεργασία



Αγγλοσαξονικά (ang) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

earn (ang)



Δυτικά φριζικά (fy) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

earn (fy)