ενεστώτας earn
γ΄ ενικό ενεστώτα earns
αόριστος earned
παθητική μετοχή earned
ενεργητική μετοχή earning

earn (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

earn (ang)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

earn (fy)