Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɔʒɛw/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

orzeł (pl)

  1. (πτηνό) ο αετός
  2. (μεταφορικά) ο έξυπνος άνθρωπος, ο αετός
  3. το πίσω μέρος νομίσματος, κυρίως στην έκφραση "orzeł czy reszka" (κορώνα ή γράμματα)

Συγγενικά

επεξεργασία