σαΐνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαΐνι | τα | σαΐνια |
γενική | του | σαϊνιού | των | σαϊνιών |
αιτιατική | το | σαΐνι | τα | σαΐνια |
κλητική | σαΐνι | σαΐνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαΐνι ουδέτερο
- (πτηνό) το γεράκι
- (μεταφορικά, προφορικό) άνθρωπος πάρα πολύ έξυπνος, που βρίσκει λύσεις, συχνά πρωτότυπες, σε δύσκολα πρακτικά ή θεωρητικά προβλήματα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαΐνι
Πηγές
επεξεργασία- σαΐνι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)