Δείτε επίσης: σαΐνι, σαΐνης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαχίνι τα σαχίνια
      γενική του σαχινιού των σαχινιών
    αιτιατική το σαχίνι τα σαχίνια
     κλητική σαχίνι σαχίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαχίνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şahin (γεράκι) + < περσική شاهين (shaheen) → δείτε τη λέξη σαΐνι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈxi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐χί‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαχίνι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.