Δείτε επίσης: Τσεγιέν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσεγιέν < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσεγιέν άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία