Δείτε επίσης: Τσεγιέν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσεγιέν < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσεγιέν άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία