αετίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αετίνα | οι | αετίνες |
γενική | της | αετίνας | των | αετίνων |
αιτιατική | την | αετίνα | τις | αετίνες |
κλητική | αετίνα | αετίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αετίνα θηλυκό
- ο θηλυκός αετός