Ετυμολογία

επεξεργασία
ار < (κληρονομημένο) πρωτοτουρκική *ēr
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: τουρκικά: er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ار (er)

  1. ο άντρας, ο σύζυγος
  2. ο γενναίος άντρας
  • σελ. 55 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).