Ετυμολογία

επεξεργασία
τες < λείπει η ετυμολογία

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

τες

  • Αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, αιτιατικής πληθυντικού. Χρησιμοποιείται μόνο εγκλιτικά (δηλαδή χωρίς τόνο, μετά από τονισμένη λέξη, κυρίως μετά από προστακτική ή μετοχή ενεστώτα).
    ⮡  βελτίωσέ τες
  • αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, ονομαστικής πληθυντικού.
    ⮡  να τες

  Κλιτικός τύπος άρθρου

επεξεργασία

τες

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • παλιότερη γραφή: τές