τες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τες < → λείπει η ετυμολογία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίατες
- Αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, αιτιατικής πληθυντικού. Χρησιμοποιείται μόνο εγκλιτικά (δηλαδή χωρίς τόνο, μετά από τονισμένη λέξη, κυρίως μετά από προστακτική ή μετοχή ενεστώτα).
- ⮡ βελτίωσέ τες
- αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, ονομαστικής πληθυντικού.
- ⮡ να τες
Κλιτικός τύπος άρθρου
επεξεργασίατες
- (ιδιωματικό) μορφή του τις (τοπική, ποιητική, ομοιοκαταληκτική)
- ※ δεν ειν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν, από τη στροφή 10
Άλλες γραφές
επεξεργασία- παλιότερη γραφή: τές