Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
as one
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Έκφραση
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
as one
< →
δείτε
τις λέξεις
as
και
one
Έκφραση
επεξεργασία
as one
(en)
(
ιδιωματισμός
,
επίσημο
)
ομαδικά
⮡
They resigned
as one
.
Παραιτήθηκαν
ομαδικά
.
Πηγές
επεξεργασία
one (idioms): as one
-
Oxford Learner's Dictionaries